- ἀεξίφυτος
- ἀεξί-φῠτος, ον,A nourishing plants,
Ἠώς AP9.36.3.5
(Mel.), cf. Nonn.D.7.304, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἠώς AP9.36.3.5
(Mel.), cf. Nonn.D.7.304, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αεξίφυτος — ἀεξίφυτος, ον (Μ) αυτός που τρέφει και αυξάνει τα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φυτόν] … Dictionary of Greek
ἀεξιφύτοιο — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτοισιν — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτου — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτων — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτῳ — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek